-
1 ἐπιστάτης
A one who stands near or by: hence, like ἱκέτης, suppliant, οὐ σύ γ' ἂν.. σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλαδοίης Od.17.455
.2. in battle-order, one's rear-rank man, X.Cyr. 3.3.50, 8.1.10, al.b. also, even numbers in a λόχος, Ascl.Tact.2.3, Arr.Tact.6.6.II. one who stands or is mounted upon, ἁρμάτων ἐ., of a charioteer, S.El. 702, E.Ph. 1147; ἐλεφάντων ἐ., of the driver, Plb.1.40.11.2. one who is set over, chief, commander, A.Th. 816 ( 815); ; ποιμνίων ἐ. S.Aj.27; ἐρετμῶν ἐ. E.Hel. 1267; θύματος ἐ. Id.Hec. 223; but ταύρων πυρπνόων ζεύγλῃσι mastering them with.., Id.Med. 478; ἐνόπτρων καὶ μύρων, of the Trojans, Id.Or. 1112; ἐ. Κολωνοῦ, of a tutelary god, S.OC 889; [καιρὸς] ἀνδράσιν μέγιστος ἔργου παντός ἐστ' ἐ. Id.El.76; also in Prose, ἐ. γενέσθαι τῶν λόγων ἴσους καὶ κοινούς judges, And.4.7; ποίας ἐργασίας ἐ.; Answ. ἐ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν (where it = ἐπιστήμων) Pl.Prt. 312d;πραγμάτων Isoc.4.121
; ἐπιστάται ἄθλων stewards of games, Pl.Lg. 949a, cf. X.Lac.8.4; of a pilot, Id.Oec.21.3; supervisor of training, Pl. R. 412a, X.Mem.3.5.18 (pl.);ἐ. τῶν παίδων IG12(1).43
([place name] Rhodes);τῶν ἐφήβων Inscr.Prien.112.73
(i B.C.): voc. ἐπιστάτα, = Rabbi, Ev. Luc.5.5, al.III. president of a board or assembly: at Athens, ἐ. τῶν πρυτάνεων chairman of βουλή and ἐκκλησία in cent. v, Arist. Ath.44.1, later, keeper of Treasury or Archives, IG3.841, etc.; ἐ. τῶν προέδρων chairman of βουλή and ἐκκλησία from cent.iv, Aeschin. 3.39, D.22.9, etc.;ἐ. ὁ ἐκ τῶν προέδρων IG22.204.31
(iv B.C.); in other Greek states, ib.12(1).731 ([place name] Rhodes), 12(7).515.116, 125 ([place name] Amorgos), etc.; ἐ. τῶν νομοθετῶν ib.22.222; τῶν δικα[στῶν] LW 1539 ([place name] Erythrae).2. overseer, superintendent, in charge of any public building or works, τοῦ νεὼ τοῦ ἐν πόλει, i.e. of the temple of Athena Polias, IG12.372; (ii B.C.); ἐ. τῶν ἔργων clerk of the works, D.18.114, LXXEx.1.11 (pl.);τῶν δημοσίων ἔργων Aeschin.3.14
; τοῦ ναυτικοῦ ib.222;τῆς Ἀκαδημείας Hyp.Dem.Fr.7
;τοῦ Μουσείου OGI104.4
(ii B.C.);τῶν κοπρώνων D.25.49
.3. governor, administrator,τῆς πόλεως OGI254.3
(Babylon, ii B.C.), cf. IG12(3).320.7 (Thera, iii B.C.), OGI479.7 (Dorylaeum, ii A.D.); κώμης local magistrate, Arch.Pap.4.38.4. = προστάτης, Lat. patronus, IG14.1317.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστάτης
-
2 ἐπιμέλεια
ἐπιμέλ-εια, ἡ, writtenA- εα IG22.483.24
(iv B.C.), [dialect] Aeol. gen. - ηΐας ib.12(2).243 ([place name] Mytilene); [dialect] Ion.gen. - λίης Ps.-Hdt.Vit.Hom.5(s.v.l.): — care bestowed upon a thing, attention paid to it, and abs., attention, diligence, Prose word, once in Hdt. (v. infr.), freq. in Th., X., etc.: in pl., pains, X.Cyr.1.6.4, etc.: c.gen.objecti, ἐ. τοῦ ναυτικοῦ, οἰκείων καὶ πολιτικῶν, Th.2.39,40;τῶν ἔργων Id.3.46
;τῶν πραγμάτων And. 2.13
;τῶν κοινῶν Isoc.7.25
;τῶν καμνόντων Pl.Lg. 720d
(hence, of medical treatment, S.E.P.2.240);πλήθους γεννημάτων Pl.Lg. 740d
; alsoπερί τινος τὴν ἐ. ποιεῖσθαι Th.7.56
;περὶ τοὺς νέους Lycurg.106
; πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τὴν πόλιν, D.22.78, Pl.Lg. 754b;εἰς τὰ ἀναγκαῖα Posidon.8J.
; ἐπιμέλειάν τινος ποιεῖσθαι, ἔχειν, Hdt.6.105, Th.6.41, Arist.Pol. 1330b11, D.61.43, cf.Pl.R. 451d; opp. ἐπιμελείας τυγχάνειν to have attention paid to one, Isoc.6.154, cf. POxy.58.22 (iii A.D.), etc.;ἐ. παρὰ τοῦ δαιμονίου Hyp.Epit.43
;δι' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Is. 7.14
; ἐπιμελείᾳ, κατ' ἐπιμέλειαν, with diligence, X.Cyr.5.3.47, HG4.4.8; ; μετὰ πάσης ἐ. X.Eph.2.10.2. a commission or charge, Aeschin.3.13, Arist. Pol. 1299a20 (pl.); ἡ περὶ τοὺς θεοὺς ἐ. ib. 1322b18, cf. ib.30 (pl.); ἡ τῶν ἐφήβων ἐ., a special office at Athens, Din.3.15; so πρὸς τῇ ἐ. τῶν χρηματιστῶν, = ἐπιμελητὴς τῶν χρ., POxy.281.2 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμέλεια
-
3 ἐπι-μέλεια
ἐπι-μέλεια, ἡ, Sorge, Sorgfalt, sorgfältige Betreibung einer Sache; τῶν ἔργων Thuc. 3, 46; ἀγέλης, Sorge für eine Heerde, Plat. Polit. 267 d; σώματος Rep. III, 407 b; τῶν καμνόντων, Wartung u. Pflege, Legg. IV, 720 c; vom Gottesdienst, Xen. Cyr. 1, 6, 4; καὶ ϑεραπεία τῶν φίλων 8, 2, 13; auch von der Ehre, die man Verstorbenen erweis't, Mem. 4, 8, 10. – Auch ἡ περὶ τὰς πόλεις ἐπιμέλεια Plat. Legg. VI, 864 d, πρὸς τὴν πόλιν 754 b, wie ἡ πρὸς τοὺς ϑεοὺς ἐπιμ. Dem. 22, 78; ἡ εἰς τὰ ἀναγκαῖα ἐπιμ. Posidon. bei Ath. VI, 263 d; ἡ περὶ τοὺς νέους Lycurg. 106. – Häufige Vbdg ἐπιμέλειαν ποιεῖσϑαι, Sorge tragen, Fleiß auf Etwas verwenden, besorgen, gew. c. gen., Plat. Rep. VI, 488 d u. öfter; Her. 6, 105 u. A.; selten περί τι, Plat. Theaet. 143 d; περί τινος, Thuc. 7, 56; Isocr. 15, 63; τούτου ὅπως, Xen. oec. 11, 22; – τοσαύτης τῆς ἐπιμελείας οὔσης περὶ ἀρετῆς Plat. Prot. 326 e; ἐπιμ. αὐτῶν ἔσται, man wird für sie sorgen, Thuc. 7, 16; εἴ τις ἐπιμ. ἀνϑρωπίνων ὑπὸ ϑεῶν γίνεται Arist. Eth. 10, 8; – πᾶσαν ἐπιμέλειαν ἔχειν περί τι Plat. Rep. V, 451 d; τινός, Tim. 18 b, wie Thuc. 6, 41; δι' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Is. 7, 14; μετ' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Xen. Ephes. 2, 10; ἐν ἐπιμελείᾳ ἔχειν πέμπειν Pol. bei Ath. II, 45 c; – ἐπιμελείᾳ, geflissentlich, absichtlich, Xen. Cyr. 5, 3, 47 Hipparch. 7, 9; κατ' ἐπιμέλειαν Hell. 4, 4, 8. – Verwaltung eines Amtes, von Staatsgeschäften, Amt eines Aufsehers, ναυτικοῦ, οἰκείων καὶ πολιτικῶν, Thuc. 2, 39. 40; τῶν κοινῶν Isocr. 7, 25; ἢν βαρβαρικῆς δεσποτείας ἀπαλλαγέντες Ἑλληνικῆς ἐπιμελείας τύχωσι 5, 154, von der Hegemonie, wie ἡ κατὰ γῆν ἐπ. Xen. Hell. 7, 1, 10; Aesch. spricht gegen die, welche sagen ὅσα τις αἱρετὸς ὢν πράττει κατὰ ψήφισμα, οὐκ ἔστι ταῠτα ἀρχή, ἀλλ' ἐπιμέλειά τις καὶ διακονία, eine besondere Commission, 3, 13; vgl. Hermann Staatsaltth. §. 147; ἡ τῶν ἐφήβων ἐπιμ. ist ein eigenes Amt in Athen, Din. 3, 16; πολλὰς ἐπιμελείας ἅμα προςτάττειν τινί Arist. Pol. 4, 12. – Auch von wissenschaftlicher Beschäftigung, Wissenschaft, Kunst, εἴ τινα ἐπιμέλειαν ἐδίδαξέ με Xen. Cyr. 1, 6, 13; μετὰ ποίας ἂν ἐπιμελείας καὶ διατριβῆς εὔξαιτο διαγαγεῖν Isocr.
-
4 ἀπόδειξις
A showing forth, making known, exhibiting,δι' ἀπειροσύνην.. κοὐκ ἀπόδειξιν τῶν ὑπὸ γαίας E. Hipp. 196
.2 setting forth, publication,Ἠροδότου.. ἱστορίης ἀπόδεξις Hdt.
Prooem.; ἀρχῆς ἀ. an exposition, sketch of it, Th.1.97;ἀ. περὶ τὸν πολιτικόν Pl.Plt. 277a
;περί τινος R. 358b
.3 proof,βουλομένοισί σφι γένοιτ' ἂν ἀ. Hdt.8.101
;ἀ. ποιεῖσθαι Lys.12.19
, etc.; esp. by words,ἀποδείξεις εὑρίσκειν τινός Isoc.10.3
;ἀ. λέγειν Pl.Tht. 162e
;- ξεις φέρειν Plb.12.5.5
; χρῆσθαί τινι ἀποδείξει τινός use it as a proof of a thing, Plu.2.160a: in pl., proofs, or arguments in proof of,τινός D.18.300
, cf. Pl.Phd. 73a; ;ἄνευ ἀποδείξεως Pl.Phd. 92d
;μετ' ἀ. Plb.3.1.3
, al.; ἀ. λαμβάνειν.. τῶν μανθανόντων test them by examination, etc., Plu.2.736d;ἀ. ποιεῖσθαι τῶν ἐφήβων IG2.470.40
;ἀ. τέχνης
specimen,Dionys.Com.
3.4;ἀ. αὑτοῖς δοῦναί τινος Plu.2.79f
, etc.; citation, (Crete, ii B. C.).b in the Logic of Arist., demonstration, i. e. deductive proof by syllogism, AP0.71b17, al., cf. Epicur.Ep. 1p.25U., Stoic.2.89; opp. inductive proof ([etym.] ἐπαγωγή), Arist.AP0.81a40:—sts. in a loose sense,ἀ. ῥητορικὴ ἐνθύμημα Id.Rh. 1355a6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόδειξις
-
5 ὁμοιότης
A likeness, resemblance, Democr.164, Pl.Phd. 109a, al.: pl., ib. 82a, Sph. 231a ; ἡ αὑτοῖς ὁ. τῆς διαγωγῆς mode of passing life like themselves, Id.Tht. 177a ; ὁμοιότητι τετάχθαι κατά τι correspond to.., Id.R. 555a ; so ὁμοιότητι εἶναι κατά τι ib. 576c ; equally,Id.
Ti. 75d : c. dat., resemblance to.., Id.Phdr. 253b, al. ;[ὁμοιότητες] γίνονται τοῖς τέκνοις πρὸς τοὺς γεννήσαντας Arist.Pol. 1262a16
, cf. EN 1108b31 ; τίνι τῶν ζῴων εἰς ὁμοιότητα ; in likeness of what animal ? Pl.Ti. 30c, cf. 81d ; καθ' ὁμοιότητα λέγεσθαι, opp. ἁπλῶς, Arist.EN 1147b34 ; καθ' ὁ. σημειοῦσθαι, ἡ καθ' ὁ. σημείωσις, Phld.Sign.31,34 ; ὁ κατὰ τὴν ὁ. τρόπος ib.8 ; later καθ' ὁμοιότητα c. gen., in the same way as,ἀξιῶν ἐνταγῆναι κἀμοῦ τὸν υἱὸν τῇ τῶν ἐφήβων γραφῇ καθ' ὁ. τῶν σὺν αὐτῷ POxy.1202.24
(iii A. D.), cf. 237 vi6 (ii A. D.), BGU1028.15 (ii A. D.), PSI1.107.2 (ii A. D.), Ep.Hebr.7.15 : without gen., ib.4.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοιότης
-
6 εξερχομαι
(fut. ἐξελεύσομαι, aor. 2 ἐξῆλθον, pf. ἐξελήλυθα)1) выходить, уходить(πόλεως Hom., ἐκ τῆς πόλεως Plat. и τὸ ἄστυ Her.; χθονός Soph. и τέν χώραν Her., Arst.)
ἐ. τοῦ βίου Plut. — умирать2) выступать, отправляться(ἐκ Σπάρτης Her.; πρὸς Λέρνης λειμῶνα Aesch.; ἐπὴ φορβῆς νόστον Soph.; ἐπὴ τέν θήραν Xen.; ἐκ τῆς πόλεως ἐπὴ θεωρίαν Plat.; στρατείαν Aeschin.; ἐπὴ τὸν πόλεμον Plut.)
3) переходить4) приходить, являться(ἐπί τινα Her.)
5) вступать, приступатьεἰς ἔλεγχον ἐξελθεῖν Eur. — подвергнуться испытанию;
εἰς χερῶν ἅμιλλαν ἐξελθεῖν τινι Eur. — вступить с кем-л. в рукопашный бой6) продвигаться вперед(ἐπὴ πλεῖστον Thuc.)
τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξελθεῖν Thuc. — совершить большую часть дела7) выходить, выделяться(τὸ σπέρμα ἐξέρχεται Arst.)
8) появляться (на свет), рождаться(τὸ παιδίον ἐξέρχεται Arst.)
9) высовываться(ἥ γλῶττα ἐξέρχεται μέχρι πόρρω Arst.)
10) расходоваться, тратиться11) уходить с государственного постаκαὴ ἐξεληλυθότες καὴ μέλλοντες Arst. — как прежние, так и будущие чиновники
12) ( о времени) проходить, миновать(ἐπειδὰν ὅ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Plat.)
τίς χρόνος τοῖσδ΄ ἐστὴν οὑξεληλυθώς ; Soph. — сколько времени прошло с тех пор?13) вывозиться, служить предметом вывоза14) исходить(οὐδεὴς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ΄ ἐμοῦ Plat.)
15) доходить, достигать(εἰς τέλος Hes.)
16) выходить за пределы, отклонятьсяεἴ ποτε ἐξέρχεται δυνατὸν δ΄ ἐστὴν ἐπανορθοῦσθαι Plat. — если есть какой-л. недочет, который может быть исправлен
17) исполняться, осуществлятьсяδοκέειν οἱ ἐξεληλυθέναι τὸν χρησμόν Her. — (он сказал, что), по его мнению, предсказание сбылось
18) становиться, оказыватьсяἐξελθεῖν κατ΄ ὀρθόν Soph. — оканчиваться благополучно;
ἀριθμὸς καὴ ἄλλοθεν οὐκ ἂν ἐλάττων ἐξέλθοι Xen. — численность (войска) и в других местах может оказаться не меньше:φίλοι γενόμενοι ἐπὴ τελευτῆς ἐξέρχονται Arst. — в конце концов они оказались друзьями -
7 ἀποδέχομαι
ἀποδέχομαι, [dialect] Ion. [suff] ἀποδεσμ-δέκομαι, [tense] fut. - δέξομαι: [tense] aor. - εδεξάμην: [tense] pf. - δέδεγμαι (for possible pass. usages of this tenseA v. ἀποδείκνυμι A. 11.3): —accept,καὶ οὐκ ἀπεδέξατ' ἄποινα Il.1.95
, cf. Ar.Ec. 712, X.An.6.1.24, etc.; ἀ. γνώμην παρά τινος accept advice from him, Hdt.4.97;ἀπόδεξαί μου ὂ λέγω Pl.Cra. 430d
.3 admit to one's presence,τοὺς πρεσβευτάς Plb.21.35.5
;ἀ. αὐτὸν καὶ τὰ ῥηθέντα φιλοφρόνως 21.22.1
, cf. 3.66.8.4 mostly of admitting into the mind,a receive favourably, approve, ; κατηγορίας, διαβολάς, Th.3.3, 6.29; τοῖσι μὴ ἀποδεκομένοισι, c. acc. inf., those who do not accept the story that.., Hdt.6.43; freq. in Pl.,δοῦναί τε καὶ ἀ. λόγον R. 531e
;τὴν ἀπόκρισιν Prt. 329b
;λόγον παρά τινος Smp. 194d
, etc.;τι παρά τινος Ti. 29e
;τί τινος Th.1.44
, 7.48, Pl.Phlb. 54a, etc.: c. gen. pers. mostly with part. added, ἀ. τινὸς λέγοντος receive or accept a statement from him, i.e. believe or agree with his statements, Id.Phd. 92a, 92e; ;ἀ. μαθηματικοῦ πιθανολογοῦντος Arist.EN 1094b26
, cf. Rh. 1395b8: without part., οὐκ ἀποδέχομαι ἐμαυτοῦ ὡς τὸ ἓν δύο γέγονεν I cannot satisfy myself in thinking that.., Pl.Phd. 96e, cf. Euthphr.9e, R. 329e: abs., to accept a statement, to be satisfied, D.18.277, Arist.Pol. 1263b16; ἀ. ἐάν .. Pl.R. 336d, 525d: c. gen. rei, to be content with,τῆς προαιρέσεως Lib. Or.24.2
; τῶν εἰρημένων ib.59.9.b generally, approve, acknowledge,τὴν τῶν ἐφήβων ἀρετήν IG2.481.60
,al.c take or understand a thing,ὀρθῶς ἀ. τι X.Mem.3.10.15
, cf. Cyr.8.7.10; ;τὰ τοιαῦτα δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι Id.Euthphr. 6a
;ὑπόπτως Th.6.53
: c. gen. pers. (the acc. rei being understood), οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα let us understand him thus (referring to what goes before), Pl.R. 340c; .II receive back, recover, Hdt.4.33; opp. ἀποδιδόναι, Th.5.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδέχομαι
-
8 ἀποχειροτονέω
A vote by show of hands away from; and so,II reject as unfit,ἀ. τινὰ ἀπὸ τῆς τῶν ἐφήβων ἐπιμελείας Din.3.15
, cf. Arist. Ath.49.1;αὑτὸν ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Nic.8
: metaph., ἀ.τῆς ἡδονῆς τὸν ἄνδρα you vote his poetry devoid of sweetness, Max.Tyr.23.5.3 abrogate, annul,τὰς συνθήκας D.23.172
:— [voice] Pass., of laws, Id.24.21; of a peace, to be rejected,ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Ar. Pax 668
.III ἀ. μὴ φίλι' εἶναι.. vote that a thing is not.., D.24.12;μὴ μισθοῦν τοὺς οἴκους Is.6.37
; ἀ. τῶν δικαστῶν ἁς οὐδὲν αὐτοῖς προσῆκεν ib.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποχειροτονέω
-
9 ἐπιμέλεια
ἐπι-μέλεια, ἡ, Sorge, Sorgfalt, sorgfältige Betreibung einer Sache; ἀγέλης, Sorge für eine Herde; τῶν καμνόντων, Wartung u. Pflege; vom Gottesdienst; auch von der Ehre, die man Verstorbenen erweist. Häufige Vbdg ἐπιμέλειαν ποιεῖσϑαι, Sorge tragen, Fleiß auf etwas verwenden, besorgen; ἐπιμ. αὐτῶν ἔσται, man wird für sie sorgen; ἐπιμελείᾳ, geflissentlich, absichtlich. Verwaltung eines Amtes, von Staatsgeschäften, Amt eines Aufsehers; ἡ τῶν ἐφήβων ἐπιμ. ist ein eigenes Amt in Athen. Auch von wissenschaftlicher Beschäftigung, Wissenschaft, Kunst -
10 ἐπιστάτης
ἐπιστάτης, ου, ὁ (s. prec. entry; Hom. et al., freq. as an administrative t.t.; used for var. officials in lit., ins, pap, LXX; Jos., Ant. 8, 59, C. Ap. 2, 177) in Lk six times in the voc. ἐπιστάτα as a title addressed to Jesus, nearly always by the disciples (the synopt. parallels have διδάσκαλε [cp. Ammonius, 100 A.D., p. 45 Valck. and Philo, Poster. Cai. 54 ἐπ. κ. διδάσκαλοι], κύριε, ῥαββί) master (cp. IG XII/1, 43, 21f ἐπιστάταν τῶν παιδῶν; IPriene 112, 73ff [after 84 B.C.] ἐ. τῶν ἐφήβων whose task was τὰς ψυχὰς πρὸς ἀρετὴν προάγεσθαι; Rouffiac p. 56f.—Diod S 3, 72, 1 Aristaeus the tutor of Dionysus; 3, 73, 4 Olympus the tutor of Zeus; and 10, 3, 4 Pherecydes the teacher of Pythagoras are all called ἐπιστάτης) Lk 5:5; 8:24, 45; 9:33, 49; 17:13.—OGlombitza, ZNW 49, ’58, 275–78.—DELG s.v. ἵστημι. M-M. TW. -
11 μειράκιον
μειράκιον, τό, dim. von μεῖραξ, Knabe, Ar. Nub. 977, u. öfter bei den Comic., bes. vom 14. bis 20. Jahre; νέον ἔτι μ., Plat. Prot. 315 d; μειράκια ὄντα ἄρτι ἐκ παίδων, Rep. VI, 497 e; ὥςτ' εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τελευτῶσι, Theaet. 173 b; ἐκ μειρακίου, von Kindheit an, Isae. 5, 40; Aesch. 1, 7 stellt sie hinter die παῖδες, u. nach Schol. dazu sind es οἱ ἀρξάμενοι ἡβᾶν ἕως ἂν ἐκ τῶν ἐφήβων ἐξελϑόντες ἐς ἄνδρας ἐγγραφῶσι. Bei Philo steht er zwischen ἔφηβος u. νεανίσκος.
-
12 ἀπο-χειρο-τονέω
ἀπο-χειρο-τονέω, 1) durch Abstimmen mit Händeaufheben verwerfen, Ar. Pax 560; νόμοι ἀπεχειροτονήϑησαν Dem. 24, 4. 7. 26, 4; μὴ φίλια εἶναι 24, 12, das Schiff für gute Prise erklären; absetzen, στρατηγόν 23, 167; αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν ἐφήβων ἐπιμελείας Din. 3, 16. – 2) durch solches Abstimmen los-, freisprechen, Μειδίου, den Midias, Dem. 21, 214.
-
13 πέτασος
-ου ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 2 Mc 4,12petasus, broad-brimmed felt hat (worn by the ἔφηβοι, as badge of the palaestra); τοὺς κρατίστους τῶν ἐφήβων ὑποτάσσων ὑπὸ πέτασον ἤγαγεν he made the noblest of the young men wear the petasus -
14 μεταπαιδιά
μεταπαιδ-ιά, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταπαιδιά
-
15 παιδοτρίβης
A physical trainer, gymnastic master, Antipho 3.3.6, Pl.Prt. 312b, IG22.665.25, PHal.1.261 (iii B. C.), SIG 697 E10 (Delph., ii B. C.), etc.;οἱ περὶ τὸ σῶμα, π. καὶ ἰατροί Pl.Grg. 504a
; ἐν παιδοτρίβου at his school, Ar.Eq. 1238, Nu. 973;ὁ διὰ βίου π. τῶν ἐφήβων IG3.746
: metaph.,ὁ π. τοῦ τυράννου Jul. Or.2.58c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδοτρίβης
-
16 πέτασος
πέτᾰσ-ος, ὁ, also ἡ Eratosth. ap. Ath.11.499e ; πετάσῳ Θετταλικῇ is prob. cj. for πίλῳ Θετταλικῇ in Thphr.HP4.8.7 (cf. 9): ([etym.] πετάννυμι):—A broad-brimmed felt hat, worn by ἔφηβοι and hence used as their badge, Poll.10.164, Suid.; γυμνάσιον καθίδρυσε καὶ τοὺς κρατίστους τῶν ἐφήβων ὑπὸ πέτασον ἦγεν, i.e. made them practise gymnastics, LXX 2 Ma.4.12 ; also in representations of Hermes, Ephipp. ap.Ath.12.537f.II from its shape, broad umbellated leaf, as of the lotus, Thphr.HP4.8.9 ; φύλλον μέγα ὡς π. Dsc.2.106.III from its shape, also, awning,ὁ π. τοῦ θεάτρου OGI510.4
(Ephesus, ii A. D.), CIG3422.17 ([place name] Philadelphia) ; also, of the circular tomb of Porsenna, Plin.HN36.92; baldacchino, PMag.Leid.W.3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέτασος
-
17 δοκιμασία
δοκῐμ-ᾰσία, ἡ,A examination, scrutiny:1 of magistrates after election, to see if they fulfil the legal requirements of legitimacy, full citizenship, etc.,ἡ δ. τῶν στρατηγῶν Lys.15.2
, cf. 16.9 (pl.);τῶν ἱερέων Pl.Lg. 759d
;δ. εἰσάγειν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Ath.59.4
(pl.), cf. IG 22.856,980.2δ. τῶν ἱππέων
passing muster,X.
Eq.Mag.3.9 (pl.).3 δ. (sc. ἐφήβων), before admission to the rights of manhood, D.44.41, v. l. in 57.62.4 δ. τῶν ῥητόρων a judicial process to determine the right of a man to speak in the ἐκκλησία or in the law-courts, Aeschin.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοκιμασία
См. также в других словарях:
Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… … Dictionary of Greek
κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
κοσμήτης — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
γυμνασίαρχος — Αξίωμα στην αρχαία Ελλάδα, που αποκτούσαν οι πιο σημαντικοί και πλούσιοι πολίτες. Ο γ. ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων που γυμνάζονταν και εκπαιδεύονταν στους χώρους άσκησης, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες.Το… … Dictionary of Greek
παιδική εργασία — Έτσι ονομάζεται η μισθωτή εργασία των ανηλίκων, ατόμων. Στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, η παιδική εργασία υποβαλλόταν σε εκμετάλλευση με τους ίδιους όρους, όπως και η εργασία των ενηλίκων εργατών. Αυτό είχε ως συνέπεια … Dictionary of Greek
παιδονόμοι — Στην αρχαιότητα, ονομάζονταν έτσι οι άρχοντες, που είχαν ως έργο τους την άμεση επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων καθώς και τη μέριμνα για την αγωγή τους. Παιδονόμοι υπήρχαν στη Σπάρτη, την Κρήτη και τη Μικρά Ασία. Τα παιδιά των Σπαρτιατών από… … Dictionary of Greek
εφήβαρχος — Δημόσιο αξίωμα που ίσχυσε σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Από επιγραφές κυρίως της ελληνιστικής εποχής μαθαίνουμε για τους ε. των πόλεων, στους οποίους είχε ανατεθεί η επίβλεψη των εφήβων στο γυμναστήριο. Επίσης, φρόντιζαν για την καλή… … Dictionary of Greek
οινιστήρια — οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α) εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek